κολλητικοῦ

κολλητικοῦ
κολλητικός
glutinous
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολλητικότητα — η η ιδιότητα τού κολλητικού, η συγκολλητικότητα ή η μεταδοτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητικός. Η λ., οτον λόγιο τ. κολλητικότης, μαρτυρείται από το 1873 στον Ανδρέα Αναγνωστάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”